Welcome to filoglossagr!
φιλο- [filo] θέμα του επιθέτου φίλος ως α’ συνθετικό: αυτός που χαρακτηρίζεται από την αγάπη προς αυτό που εκφράζει το β’ συνθετικό: φιλάνθρωπος, φιλόξενος, φιλειρηνικός, φιλέλληνας.
γλώσσα η [γlósa]: σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, που χρησιμοποιεί τους φθόγγους για τη μετάδοση σκέψεων, γνώσεων, πληροφοριών, επιθυμιών και συναισθημάτων: “Την γλώσσα μου έδωσαν την ελληνική”.
philo- [filo] a prefix appearing in loanwords from Greek, where it meant “loving” used in the formation of compound words: philanthropist, philhellene
language [lang-gwij] the means of communicating thought, emotion, etc.: The Greek language is spoken by about 13 million people, mainly in Greece and Cyprus, but also worldwide by the large Greek diaspora.